Η ΛΙΜΝΗ ΤΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ. ΕΝΥΔΡΕΙΟ. ΓΟΥΝΕΣ.
Η Καστοριά, η Αρχόντισσα πόλη της Δυτικής Μακεδονίας με τις Βυζαντινές και Μεταβυζαντινές εκκλησίες με τις καταπληκτικές τοιχογραφίες του 10ου και 11ου αιώνα, με τα περίφημα Αρχοντικά του 18ου και 19ου αιώνα, απομεινάρια μια άλλης αρχιτεκτονικής πρωτότυπης και συνάμα γοητευτικής, αψευδείς μάρτυρες της οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης της περιοχής και το μεγαλείο του φυσικού κάλλους.
Όμορφη και κοσμοπολίτικη η Καστοριά, καθρεφτίζεται στα νερά της Λίμνης Ορεστιάδας, μιας από τις ομορφότερες λίμνες των Βαλκανίων που έχει χαρακτηριστεί «μνημείο φυσικού κάλλους» από το Υπουργείο Πολιτισμού, με τον πλούσιο γύρω από αυτήν υδροβιότοπο, τα σπάνια πουλιά, τα Καστοριανά καράβια και τους γραφικούς ψαράδες της.
Η λίμνη της Καστοριάς ή Λίμνη Ορεστιάδα έχει ενταχθεί στο δίκτυο Natura 2000 (GR1320003), περιλαμβάνοντας σημαντικούς οικοτόπους καθώς και οικοτόπους προτεραιότητας, σύμφωνα με την οδηγία 92/43, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, ενώ αποτελεί και Ζώνη Ειδικής Προστασίας σύμφωνα με την οδηγία 79/409 περί της διατήρησης των άγριων πτηνών. Βρίσκεται στην λεκάνη που δημιουργείται από τα βουνά Κρικλάριο, Βίγλα, Άσκιο, Βίτσι, Βόιο, Αρένες και Γράμμο σε ύψος 650 μέτρων και με μήκος ακτών 30 χλμ.
Η Λίμνη της Καστοριάς προστατεύεται αυστηρά, καθώς έχει χαρακτηριστεί:
Τόπος Ιδιαιτέρου Φυσικού Κάλλους (ΦΕΚ 640 Β/74)
Καταφύγιο Άγριας Ζωής, βάσει του νόμου 2637/98
Ζώνη Ειδικής Προστασίας, βάσει τη Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ
Προτεινόμενος τόπος Κοινοτικού Ενδιαφέροντος, βάσει της Οδηγίας 92/43/ΕΚ
Περιοχή προστασίας της φύσης, βάσει της ΖΟΕ της λίμνης Καστοριάς
Σημαντική περιοχή για τα πουλιά της Ελλάδας.
Στα βορειοδυτικά της λίμνης απλώνεται ένα παραλίμνιο δάσος από ιτιές, λεύκες και σκλήθρα, στα ανατολικά και στα νότια υπάρχουν εποχικά υγρολίβαδα, ενώ περιμετρικά βρίσκονται καλαμιώνες από αγριοκάλαμα και ψάθες.Τα δέντρα που κυριαρχούν γύρω από τη λίμνη είναι τα πλατάνια και η βλάστηση συμπληρώνεται από φτελιές, κρανιές, βατομουριές και αγριοτριανταφυλλιές. Η χλωρίδα γύρω από τη λίμνη και πάνω στη χερσόνησο περιλαμβάνει σπάνια και όμορφα είδη, όπως ο κρίνος, η υδροχαρής ίριδα, η καμπανούλα, η κλιματσίδα, ο άκανθος, τα κίτρινα νούφαρα, και το υδροχαρές νεροκάστανο. (Βλ. εδώ!)
Στοιχεία από επιστημονικές μελέτες, δείχνουν ότι η οικολογική κατάσταση της Λίμνης της Καστοριάς έχει υποστεί δραματική υποβάθμιση τα τελευταία χρόνια. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το φυτοπλαγκτόν έχει καλυφθεί σε ποσοστό μεγαλύτερο από 90% από τοξικά κυανοβακτήρια. Σε περίπτωση που τα υψηλά αυτά επίπεδα ρύπανσης διατηρηθούν και τα επόμενα χρόνια, απειλείται με οριστική υποβάθμιση η χλωρίδα και η πανίδα της λίμνης. Στις μέρες μας η λίμνη έχει έκταση μικρότερη των 30 τ.χλμ και μέγιστο βάθος γύρω στα 10 μέτρα ενώ κατά το παρελθόν έφτανε τα 170 τ.χλμ με μέγιστο βάθος πάνω από 50 μέρα. Κάποτε η λίμνη τροφοδοτούσε την πόλη με νερό (ως το 1928) και τα νερά της ήταν πραγματικά κρυστάλλινα. Αργότερα με την γεωργική, οικιστική και πληθυσμιακή ανάπτυξη και τον πολλαπλασιασμό των αγροτικών και αστικών λυμάτων η λίμνη παρουσίασε φαινόμενα υπερτροφισμού. Έγιναν προσπάθειες αντιμετώπισης του προβλήματος με την τοποθέτηση βιολογικού καθαρισμού, αλλά όπως διαβάζουμε τα τελευταία χρόνια και στο τύπο της Δυτικής Μακεδονίας η τοξικότητά της βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Η αναλογία αζώτου - φωσφόρου παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των τροφικών συνθηκών μιας λίμνης. Στους φυτοπλαγκτονικούς και στους υδρόβιους φυτικούς οργανισμούς γενικότερα η σχέση φωσφόρου / αζώτου είναι 1 άτομο φωσφόρου προς 16 άτομα αζώτου. Αν ο λόγος Ν/Ρ στο νερό είναι μεγαλύτερος από 16, τότε ο φώσφορος είναι ανεπαρκής για την ανάπτυξη των φωτοσυνθετικών οργανισμών. Η έλλειψη δηλαδή του φωσφόρου λειτουργεί ως περιοριστικός παράγοντας για την αύξηση των πληθυσμών τους.
ΤΟ ΕΝΥΔΡΕΙΟ:Ενυδρείο Καστοριάς “Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος”.
Το Ενυδρείο Καστοριάς εγκαινιάστηκε στις 3 Ιουλίου του 2012 από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, το όνομα του οποίου φέρει από τότε και στο εξής.Ώρες Λειτουργίας:
Λειτουργεί κάθε… μέρα εκτός από Δευτέρα και τις ώρες 09:00 έως 14:00.
Το καµάρι της Καστοριάς δεν είναι άλλο από το ενυδρείο, στην είσοδο της πόλης! Το µεγαλύτερο γλυκού νερού των Βαλκανίων εκτείνεται σε ένα διώροφο κτήριο 450 τ.µ. και παρουσιάζει µεγάλη ποικιλία σε ψάρια και άλλα υδρόβια είδη που ζουν στις λίµνες και στα ποτάµια της χώρας µας, αλλά στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων! Από γριβάδια, τούρνες και κουνουπόψαρα, µέχρι πρίκια, πέστροφες, ασπρόψαρα και γλίνια, τα νερά του φιλοξενούν κοινές και σπάνιες ιχθυοποικιλίες λιµναίων και ποτάµιων νερών (κυρίως από τις λίµνες Καστοριάς, Αγ. Παντελεήµονα, Ιωαννίνων, Πρεσπών). Σκοπός ωστόσο του Κέντρου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Καστοριάς, µε το οποίο συστεγάζεται το ενυδρείο, είναι η αφύπνιση αλλά και η ευαισθητοποίηση για τη σηµασία του οικοσυστήµατός µας, που όλοι οφείλουµε να σεβόµαστε! Στις δεξαµενές του βρίσκει «στέγη» το εξαιρετικά απειλούµενο είδος του οξύρρυγχου, από τα αυγά του οποίου εξάγεται το µαύρο χαβιάρι! Το ενυδρείο αποτελείται από 49 αναπαραστάσεις υγρών οικοτόπων. Ξεχωριστή θέση κατέχουν τα δύο μεγαλύτερα εκθέματα, της λίμνης Καστοριάς και του ποταμού Αλιάκμονα.
Η δεξαμενή που αναπαριστά τη λίμνη της δυτικής Μακεδονίας έχει έκταση 45 τετραγωνικά μέτρα, ενώ η άλλη δεξαμενή, του μεγαλύτερου ποταμού της χώρας, εκτείνεται σε 14 τετραγωνικά μέτρα.
Οι πετροκαραβίδες:
Από τα πιο σπάνια είδη που υπάρχουν στο ενυδρείο είναι και οι πετροκαραβίδες του γλυκού νερού, που απαντώνται κυρίως στις λίμνες και στα ποτάμια των Ιωαννίνων και της Μακεδονίας. Ιδιαίτερη θέση στα εκθέματα έχει το ασημένιο χρυσόψαρο, το οποίο, σύμφωνα με τους ειδικούς, έχει το αυθεντικό χρώμα του είδους που εισήχθη για πρώτη φορά στην Πορτογαλία από τα ποτάμια της Απω Ανατολής, κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης.
Ο επισκέπτης θα παρατηρήσει και τα είδη «εισβολείς» τα οποία έχουν εξελιχθεί σε απειλή για την ντόπια ιχθυοπανίδα, όπως το καταστροφικό ηλιόψαρο που αφανίζει τον γόνο άλλων ψαριών. Στην Ελλάδα συναντάται κυρίως στη λίμνη της Καστοριάς, καθώς και στην Κερκίνη και στις Πρέσπες.
Η συλλογή:
Τα περισσότερα ψάρια του ενυδρείου αλιεύθηκαν με τη βοήθεια των ντόπιων επαγγελματιών και ερασιτεχνών αλιέων. Τα ενδημικά είδη αλιεύθηκαν με τις επιστημονικές υποδείξεις του Ινστιτούτου Εσωτερικών Υδάτων του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών.
Γούνα και Οικολογία:
Επειδή το όνομα της Καστοριάς συνδέεται με την γουνοποιΐα,θα κάνουμε λόγο και γι'αυτό το θέμα, σε σχέση με την οικολογία:
Το οικολογικό κίνημα παρουσιάστηκε στην Ευρώπη τη δεκαετία 1970 -80 και δημιούργησε πολλά προβλήματα στον κλάδο της Γουνοποιίας.
Ως οικολογική γούνα χαρακτηρίζονταν παλαιότερα η συνθετική γούνα. Μετά από έντονες διαμαρτυρίες των φορέων της Γούνας, εκδόθηκε αγορανομική διάταξη (κεφ. 3 της κωδικοποιημένης 14/89 Α.Δ. άρθρο 65/β), η οποία απαγορεύει οι συνθετικές γούνες να αποκαλούνται οικολογικές, καθότι τα υποπροϊόντα του πετρελαίου δεν είναι δυνατόν να αποκαλούνται οικολογικά. Έτσι, ως οικολογική γούνα μπορεί να χαρακτηρισθεί μόνο η φυσική γούνα, καθότι προέρχεται από την ίδια τη φύση και αφομοιώνεται από αυτή, σε αντίθεση με το συνθετικό γουναρικό το οποίο επιβαρύνει και μολύνει το περιβάλλον.
Η πρώτη ύλη που χρησιμοποιείται για την παραγωγή των γουναρικών δεν προέρχεται από τη φύση, παρά μόνο από ζώα που εκτρέφονται σε εκτροφεία ακριβώς για αυτό το σκοπό, να χρησιμοποιηθούν δηλαδή στην κατασκευή των γουναρικών.
Οι οικολόγοι μετά και από συναντήσεις και συζητήσεις με φορείς της γούνας πείστηκαν ότι τελικά οι Καστοριανοί δεν είναι «πολέμιοι» των ζώων και της ίδιας της φύσης. Στη συνέχεια οι φιλόζωοι ήταν αυτοί που ανέλαβαν «δράση» κατά των επιχειρήσεων της Καστοριάς.
Οι Καστοριανοί γουνοποιοί χαρακτηρίζουν το κίνημα όχι οικολογικό, επειδή θεωρούν ότι τα κίνητρα όλων αυτών που πολέμησαν τη γούνα δεν ήταν τόσο η αγάπη για τα ζώα και τη φύση αλλά εξυπηρετούσαν συμφέροντα όσων ήθελαν να προωθήσουν άλλα προϊόντα ένδυσης και όχι τη γούνα.
(Πηγή: το πρότζεκτ του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Καστοριάς με θέμα:Καστοριά, η πόλη της Γούνας).
Η Ιστορία της Γούνας
Η επεξεργασία της γούνας στην Καστοριά υπολογίζεται ότι αρχίζει γύρω στον 14ο αιώνα. Από τον 16ο αιώνα όμως και μετά αρχίζει η πραγματική διάδοσή της όταν οι Καστοριανοί γουνοποιοί αρχίζουν να εισάγουν πρώτη ύλη από το εξωτερικό, να την κατεργάζονται αρχικά με το χέρι, να κατασκευάζουν γουναρικά και ταυτόχρονα να τα διοχετεύουν σε όλη την Ευρώπη.
Ο κλάδος της γουνοποιίας στην Καστοριά γνωρίζει βέβαια την μεγάλη άνθηση, με το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου και ιδιαίτερα μετά το 1950. Έτσι η περιοχή της Καστοριάς, χάρη στην απαράμιλλη τεχνική και στο μεράκι των γουνοποιών καθίσταται σαν το κυριότερο κέντρο επεξεργασίας γούνας.
Σήμερα ο κλάδος της γουνοποιίας λειτουργεί σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες που έχουν θεσπιστεί για την διαχείριση του οικοσυστήματος, χωρίς να το μολύνει και να το διαταράζει χρησιμοποιώντας πρώτη ύλη που προέρχεται από εκτροφεία αυστηρών προδιαγραφών.
Αν και ο κλάδος εξελίσσεται ολοένα και περισσότερο, χρησιμοποιώντας όλες τις σύγχρονες μορφές επεξεργασίας, τα μυστικά της τέχνης της γούνας κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά τηρώντας την παράδοση. Έτσι η παραγωγή διατηρεί την ιδιαιτερότητά της κάνοντάς τη ξεχωριστή στη διεθνή αγορά, καθιστώντας κάθε γουναρικό σε έργο υψηλής ποιότητας και τεχνικής.
(Πηγή: Εδώ!) ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΒΙΟΤΟΠΩΝ - ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ. ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΕΔΩ!
![]() | ![]() |
---|---|
![]() | ![]() |
![]() | ![]() |
![]() | ![]() |
![]() | ![]() |
![]() | ![]() |
![]() | ![]() |



