top of page

ΚΕΙΜΕΝΑ:

 

 

 

Η διδακτική αξιοποίηση των πηγών καλύπτει τις τέσσερις βασικές αρχές της διδασκαλίας στην ιστορία :

της αυτενέργειας, της βιωµατικότητας, της συνολικότητας και της εποπτείας.

Πελαγίδη, Στ. (2002). Οι γραπτές πηγές στα βιβλία ιστορίας του δηµοτικού σχολείου: Κριτική

διδακτική προσέγγιση. Θεσσαλονίκη:Εκδοτικός ΟίκοςΑδελφών ΚυριακίδηΑ.Ε., σ.32

 

 

1ον) Στο «Περί Κτισµάτων», όπου περιγράφονται τα έργα και η οικοδοµική δραστηριότητα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, κατά τον 6ο αιώνα, σύμφωνα με την εκτεταμένη περιγραφή του Προκοπίου, " Πόλις δέ ην επί Θεσσαλίας, Διοκλητιανούπολις όνομα, ευδαίμων μέν το παλαιόν γεγενημένη. προϊόντος δέ του χρόνου βαρβάρων οί έπιπεσόντων καταλυθείσα και οίκητόρων έρημος γεγονυία επί μακρότατον λίμνη δέ τις αύτη έν γειτόνων τυγχάνει ούσα, ή Καστοριά ώνόμασται, και νήσος κατά μέσον της λίμνης τοις ύδασι περιβέβληται. μία δέ εις αυτήν είσοδος από της λίμνης έν στενώ λέλειπται, ούτε πλέον ες πεντεκαίδεκα διήκουσα πόδας ορός τε τη νήσω επανέστηκεν ύψηλόν άγαν, ήμισυ μεν τη λίμνη καλυπτόμενον, τω δέ λειπομένω εγκείμενον, διό δή βασιλεύς ούτος τόν Διοκλητιανουπόλεως ύπεριδών χώρον ατε που διαφανώς ευέφοδον όντα και πεπονθότα πολλω πρότερον απερ έρρήθη,πόλιν εν τη νήσω όχυρωτάτην έδείματο, και τό όνομα, ως τό εικός άφήκε τη πόλει."

 

εδείματο: την έκτισε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε προκαλούσε φόβο στον εχθρό.

 

Ο Ιουστινιανός , λοιπόν, έχτισε μία οχυρώτατη πόλη στη θέση όπου ήταν το νησάκι της λίμνης της Καστοριάς δίνοντας της το όνομα Διοκλητιανούπολη, από τη γειτονική ερειπωμένη ομώνυμη πόλη. (Με νεώτερη ανασκαφή στη Διοκλητιανούπολη ήρθε στο φως τμήμα από τα ιουστινιάνεια τείχη και εντοπίσθηκαν τρείς παλαιοχριστιανικές βασιλικές).

 

2ον) ΑΛΕΞΙΑΔΑ: Μνημειώδες έργο της Βυζαντινής  χρονογραφίας με θέμα την  εξιστόρηση του έργου  του  Αλέξιου Α΄ Κομνηνού, της περιόδου 1069-1118, σε 15 βιβλία. Τη συνέγραψε η κόρη του Άννα Κομνηνή, πιθανόν την περίοδο που αποσύρθηκε στη μονή της Κεχαριτωμένης στην Κων/πολη (1137) και καθιστά τη συγγραφέα, την πρώτη γυναίκα ιστοριογράφο. Με ζωντάνια, αφηγηματική ένταση και πάθος και  σε αττικίζουσα γλώσσα, γίνεται εμφανής η αρχαιομάθεια και η υψηλή μόρφωση της συγγραφέως.  Αποτελεί σημαντική πηγή για τα γεγονότα της Α΄ Σταυροφορίας.

 

Στην Αλεξιάδα λοιπόν διαβάζουμε: 

  (Βιβλίο ΣΤ΄,Ι) "..ο Βρυέννιος κατείχε την Καστοριά. Ο αυτοκράτορας, αποφασισμένος να τον διώξει από εκεί ανακαταλαμβάνοντας την πόλη, κάλεσε πάλι τους στρατιώτες του, και αφού τους εξόπλισε με ισχυρότατα όπλα, κατάλληλα για τειχομαχία  και για μάχες ή μικροσυμπλοκές έξω από τα τείχη,  πήρε  την άγουσα προς το φρούριο. Iδού πώς είναι η τοποθεσία: υπάρχει μια λίμνη, η λεγόμενη της Kαστοριάς,  μέσα  στην  οποία  μπαίνει μια προεξοχή  στεριάς που διευρύνεται στην άκρη της, καταλήγοντας σε πετρώδεις λόφους. … Γύρω  από την προεξοχή είναι οικοδομημένοι  πύργοι και μεσοπύργια  εν είδει φρουρίου το οποίο και ονομάζεται Καστοριά». Όταν έφτασε εκεί ο βασιλιάς, θεώρησε σκόπιμο να επιχειρήσει αρχικά επίθεση με ελεπόλεις κατά των πύργων και μεσοπυργίων.  Επειδή δεν υπήρχε άλλος τρόπος να πλησιάσουν οι στρατιώτες τα τείχη, παρά ξεκινώντας από κάποιο ορμητήριο, πρώτα έστησε το στρατόπεδό του και έπειτα κατασκεύασε ξύλινους πύργους και τους έδεσε μεταξύ τους με σιδερένιες αλυσίδες. Εξορμώντας απ` αυτούς σαν από κάποιο φρούριο, έδινε τις μάχες κατά των Κελτών. Τις ελεπόλεις και τα πετροβόλα μηχανήματα τα τοποθέτησε  έξω από το τείχος και άρχισε να μάχεται νύχτα και μέρα,  ώσπου προξένησε φθορές στον περίβολο του τείχους. Επειδή όμως  οι πολιορκημένοι αντιστέκονταν σθεναρά (δεν υποχώρησαν ούτε κι όταν δημιουργήθηκε ρωγμή στο τείχος), καθώς δεν μπορούσε να επιτύχει το σκοπό του, πήρε μια απόφαση γενναία και συνάμα συνετή: να μπάσει μερικούς γενναίους  στη λίμνη επιβιβάζοντάς τους σε πλοία και να πλήξει τους Κέλτες από δύο μέρη, από τη στεριά και από τη λίμνη. Πλοία όμως δεν είχε κι έτσι φόρτωσε μερικές βάρκες σε αμάξια και τις έριξε στη λίμνη από έναν μικρό μόλο. Είχε εξάλλου παρατηρήσει ότι η ανάβαση των Λατίνων από το ένα μέρος του ακρωτηρίου γινόταν γρήγορα, ενώ η κατάβασή τους από το άλλο, τους έπαιρνε περισσότερη ώρα. Επιβίβασε, λοιπόν, στις βάρκες τον Γεώργιο Παλαιολόγο με ένα απόσπασμα επιλέκτων και τον πρόσταξε να προσορμιστεί στους πρόποδες των λόφων, παραγγέλλοντάς του, μόλις θα έβλεπε το συμφωνημένο σύνθημα, να οδεύσει προς την κορυφή των λόφων στα νώτα των εχθρών, ακολουθώντας τον  πιο ασύχναστο αλλά και συντομότερο δρόμο· όταν θα έβλεπε ότι ο αυτοκράτορας έχει αρχίσει τη μάχη από τη στεριά, να σπεύσει κι αυτός με όλες του τις δυνάμεις, ώστε οι εχθροί, μη μπορώντας να πολεμούν συγχρόνως σε δύο μέρη, να χαλαρώσουν την ένταση της μάχης στο ένα από τα δύο, κι έτσι να καταστεί εύκολη στο σημείο εκείνο η νίκη των Ρωμαίων. Ο Γεώργιος Παλαιολόγος προσορμίστηκε πράγματι στους πρόποδες του εν λόγω λόφου και στάθηκε εκεί οπλισμένος, αφού προηγουμένως είχε τοποθετήσει στο ύψωμα έναν σκοπό, με την εντολή, μόλις δει το σύνθημα,  να του το διαβιβάσει αμέσως. Χάραζε πια η μέρα, όταν οι στρατιώτες του αυτοκράτορα αλάλαξαν τον ενυάλιο (κραύγασαν πολεμική ιαχή) κι όρμησαν από τη στεριά στη μάχη κατά των Λατίνων. Ο σκοπός είδε το σύνθημα και το διαβίβασε με άλλο σύνθημα στον Παλαιολόγο. Αυτοστιγμεί εκείνος βρέθηκε με τους δικούς του στην κορυφή του λόφου σε πυκνή παράταξη μάχης. Ο Βρυέννιος, που  έβλεπε τους πολιορκητές έξω απ` τα τείχη και τον Παλαιολόγο να στέκεται απειλητικός στο άλλο μέρος, ούτε τότε δεν είπε να παραδοθεί, αλλά πρόσταξε τους κόμητες να αντιπαραταχθούν με ακόμα μεγαλύτερη γενναιότητα. Εκείνοι όμως του φέρθηκαν με αναίδεια: «Βλέπεις ότι το ένα κακό φέρνει τ` άλλο»,  του είπαν· «έχει λοιπόν ο καθένας από `μάς το δικαίωμα να επιδιώξει τη δική του σωτηρία: άλλος να προσχωρήσει στο βασιλιά κι άλλος να πάρει το δρόμο της επιστροφής στην πατρίδα του». Και παρευθύς έκαμαν τα λόγια τους πράξη: ζήτησαν από τον αυτοκράτορα να στήσει μια σημαία κοντά στο ναό του μεγαλομάρτυρος Γεωργίου (γιατί πράγματι είχε άλλοτε ανιδρυθεί εκεί ένας ναός επ` ονόματι του μάρτυρος εκείνου) και μια άλλη στο δρόμο προς τον Αυλώνα. «Όσοι από εμάς», του είπαν «θέλουν να υπηρετήσουν τη μεγαλειότητά σου, θα κατευθυνθούν στη σημαία που θα είναι κοντά στο ναό του μάρτυρος· όσοι θέλουν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους, θα πάνε στη σημαία που θα βρίσκεται στο δρόμο του Αυλώνα». Και λέγοντας αυτά, προσχώρησαν παρευθύς στο βασιλιά. Όσο για τον Βρυέννιο, τον γενναίο εκείνον άνδρα, δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να προσχωρήσει, ορκίζονταν  όμως να μη σηκώσει ποτέ τα όπλα εναντίον του βασιλιά, αν έστεργε μόνο να του δώσει μια συνοδεία που θα τον οδηγούσε σώο και αβλαβή ως τα σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και θα τον άφηνε ελεύθερο να φύγει από εκεί για τη δική του χώρα. Ο αυτοκράτορας, ικανοποίησε πρόθυμα το αίτημά του κι ύστερα πήρε νικητής και τροπαιούχος το δρόμο για το Βυζάντιο». (Mετάφραση Αλόη Σιδέρη, εκδόσεις ΑΓΡΑ).

bottom of page