ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΙ
ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΩΝ.
Η ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ Ι.Γ.Μ.Ε.Μ.
Το Ι.Γ.Μ.Ε.Μ. σήμερα είναι Ινστιτούτο που υπάγεται, ως Γενική Διεύθυνση, στο Ε.Κ.Β.Α.Α. (Εθνικό Κέντρο Βιώσιμης & Αειφόρου Ανάπτυξης), το οποίο δημιουργήθηκε με την ΚΥΑ αρ. 25200 περί Συγχώνευσης φορέων εποπτευόμενων από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (Φ.Ε.Κ. 2612-Β/08-11-2011).
Το ΙΓΜΕ είχε ιδρυθεί το 1976 ως εθνικός γεωλογικός φορέας, επιφορτισμένος με την έρευνα και τη μελέτη της γεωλογικής δομής της χώρας, τον εντοπισμό και την αξιολόγηση των ορυκτών πρώτων υλών (πλην υδρογονανθράκων), την έρευνα και αξιοποίηση του υπόγειου υδατικού δυναμικού, την επικινδυνότητα από τις φυσικές καταστροφές, με στόχο πάντα τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και την προστασία του περιβάλλοντος. Είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, εποπτεύεται από το ΥΠΕΚΑ και αποτελεί τον επίσημο Σύμβουλο της Πολιτείας σε θέματα γεωεπιστημών και μεταλλευτικής έρευνας.
Το Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών και Μελετών (Ι.Γ.Μ.Ε.Μ) πραγματοποίησε έρευνα στη λίμνη της Καστοριάς, στα πλαίσια του έργου «Εκπόνηση Βυθομετρικών και Ιζηματολογικών Ερευνών στον Πυθμένα της Λίμνης της Καστοριάς», που του ανατέθηκε από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Καστοριάς.
Αντικείμενο της μελέτης ήταν η διεξαγωγή βυθομετρικών και ιζηματολογικών ερευνών στη λίμνη, με σκοπό τον καθορισμό της ακριβούς μορφολογίας του βυθού, τη γεωλογική χαρτογράφησή του και τον προσδιορισμό της σύνθεσης και της φύσης των ιζημάτων που επικάθονται στον πυθμένα, ώστε να καθοριστεί σαφώς η ιζηματολογία του βυθού και των υποστρωμάτων του.
Η εργασία υπαίθρου περιλάμβανε σεισμικές διασκοπήσεις του βυθού και των υποστρωμάτων του, μετρήσεις του διαλυμένου οξυγόνου και της θερμοκρασίας του νερού, δειγματοληψία ιζημάτων από την επιφάνεια του πυθμένα και πυρηνοληψία, καθώς και δειγματοληψία των περί τη λίμνη ιζημάτων.
Όπως διαβάζουμε στην περίληψη του έργου της μελέτης «στα πλαίσια του έργου «Εκπόνηση Βυθομετρικών και Ιζηματολογικών Ερευνών στον Πυθμένα της Λίμνης της Καστοριάς», που ανατέθηκε στο Ι.Γ.Μ.Ε. από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Καστοριάς (με βάση την απόφαση 72 της 21-4-2010 του 8ου πρακτικού της), πραγματοποιήθηκαν οι εργασίες υπαίθρου από 14-10-2010 έως 23-10-2010, διάστημα στο οποίο αναφέρονται τα αποτελέσματα της μελέτης.»
Αντικείμενο της μελέτης του Ινστιτούτου σχετικά με τη Λίμνη ήταν η διεξαγωγή βυθομετρικών και ιζηματολογικών ερευνών, με σκοπό τον καθορισμό της ακριβούς μορφολογίας του βυθού, τη γεωλογική χαρτογράφησή του και τον προσδιορισμό της σύνθεσης και της φύσης των ιζημάτων που επικάθονται στον πυθμένα, ώστε να καθοριστεί σαφώς η ιζηματολογία του βυθού και των υποστρωμάτων του.
Η εργασία υπαίθρου περιλάμβανε σεισμικές διασκοπήσεις του βυθού και των υποστρωμάτων του, μετρήσεις του διαλυμένου οξυγόνου και της θερμοκρασίας του νερού, δειγματοληψία ιζημάτων από την επιφάνεια του πυθμένα και πυρηνοληψία, καθώς και δειγματοληψία των περί τη λίμνη ιζημάτων. Οι εργαστηριακές αναλύσεις και η συνακόλουθη επεξεργασία των δεδομένων περιελάμβαναν επεξεργασία βαθυμετρικών, ιζηματολογικών και γεωφυσικών στοιχείων, κοκκομετρικές αναλύσεις των δειγμάτων, μετρήσεις μαγνητικής επιδεκτικότητας, γεωχημικές αναλύσεις, προσδιορισμό του ολικού C και S στα επιφανειακά λιμναία δείγματα, στατιστική επεξεργασία και συνδυαστική ερμηνεία.
Σύμφωνα με την έρευνα «Η λίμνη της Καστοριάς και η ευρύτερη περιοχή της αποτελεί ένα πολύ σημαντικό φυσικό οικοσύστημα με ποικίλους και σπάνιους επιμέρους οικότοπους που υποστηρίζουν μεγάλη βιοποικιλότητα στην οποία περιλαμβάνονται πολλά σπάνια και απειλούμενα είδη.
Η ιχθυοπανίδα της είναι από τις πιο πλούσιες των λιμνών της Ελλάδας και τα σημαντικότερα είδη ψαριών που υπάρχουν στη λίμνη είναι ο κυπρίνος (Γριβάδι), η πέρκα, το τσιρόνι, το γλήνι, ο γουλιαν, η τούρνα, η πλατίκα το πρικί και η πεταλούδα. Επίσης, συντηρεί πλούσια ορνιθοπανίδα – περίπου 200 είδη – που περιλαμβάνει σπάνια και απειλούμενα είδη, προστατευόμενα από τη διεθνή και εθνική νομοθεσία. Χαρακτηριστικότερα από αυτά είναι οι λαγγόνες και οι αργυροπελεκάνοι, τέσσερα είδη ερωδιών, οι βουβόκυκνοι, οι αγριόπαπιες, οι νυχτοκόρακες, οι κορμοράνοι και πολλά παρυδάτια πουλιά.
Πέρα από τον μεγάλο αριθμό πουλιών που φιλοξενεί, είναι η μοναδική φυσική λίμνη στην Ελλάδα, στην οποία εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικής έκτασης παρόχθια δάση υδρόφιλων δέντρων, που συνιστούν έναν από τους σπανιότερους οικοτόπους της Ευρώπης. Τέλος, σημαντικά στοιχεία σχετικά με τη χλωρίδα και τη βλάστηση της λίμνης της Καστοριάς είναι οι παρόχθιες διαβαθμίσεις υδρόφιλης και υδροχαρούς βλάστησης.
Προβλήματα και υποβάθμιση της λίμνης.
Σύμφωνα με την μελέτη «Η μορφή και οι ρυθμοί ανάπτυξης των τελευταίων δεκαετιών έπληξαν την οικολογική ισορροπία της λίμνης, η οποία μολύνθηκε από αστικά λύματα, από λιπάσματα και στερεά απόβλητα. Επίσης, υπάρχουν σημαντικά προβλήματα από τις προσχώσεις των παραλίμνιων περιοχών και από τα διάφορα ρέματα που εκβάλλουν σε αυτή.
Έτσι, οι μεταφερόμενες από τους χείμαρρους φερτές ύλες προκαλούν περιορισμό της λιμναίας χωρητικότητας με δύο τρόπους: τις επιφανειακές προσχώσεις στις εκβολές των χειμάρρων, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της επιφάνειας της λίμνης, και τις πυθμενικές προσχώσεις, με αποτέλεσμα τη μείωση του μέσου βάθους της.
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στο δέλτα του Ξηροπόταμου, στο ανατολικό τμήμα της λίμνης, που σχηματίστηκε από τις προσχώσεις και από εκεί φαίνεται να προέρχεται ο μεγαλύτερος κίνδυνος προώθησης της ξηράς μέσα στη λίμνη. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η περιοχή του «Βουνού» λειτουργεί στο λιμναίο χώρο ως προωθημένη προστατευτική ασπίδα κατά των υπολίμνιων προσχωτικών εξελίξεων και για το λόγο αυτό προσφέρει εξαιρετική αντιπροσχωματική προστασία όχι μόνο στην πόλη της Καστοριάς αλλά και σχεδόν σε όλη τη δυτική παραλία από το χείμαρρο του Απόσκεπου μέχρι το Δισπηλιό.









