top of page

ΚΥΠΡΟΣ -  ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΜΑΡΑΘΕΥΤΗΣ

 

Γεννήθηκε το 1926 στην Πάφο της Κύπρου. Πεζογράφος, δοκιμιογράφος και συγγραφέας παιδικών βιβλίων.

Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και ψυχολογία, κοινωνιολογία και φιλοσοφία της παιδείας στο

Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, του Λέστερ (Αγγλία) και του Όρεγκον (ΗΠΑ).

Για τη συμμετοχή του στον απελευθερωτικό αγώνα της Κύπρου φυλακίστηκε από το αποικιοκρατικό

καθεστώς (1957-1959). 

 

Βραβεία και Διακρίσεις: 

Για την προσφορά του στα Ελληνικά Γράμματα, την Παιδεία και την Πατρίδα τιμήθηκε στη Κύπρο και την Ελλάδα

με διάφορες διακρίσεις, ανάμεσα στις οποίες:

 

  • το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Κυπριακής Δημοκρατίας,

  • την αναγόρευση του σε Επίτιμο Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πατρών,

  • το Χρυσό παράσημο του Αποστόλου Παύλου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου,

  • το χρυσό μετάλλιο της Εκατονταετηρίδας του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός,

  • τη βράβευσή του από την Ελληνική Εταιρεία Χριστιανικών Γραμμάτων κ.α.

 

Οι πρόσφυγες

" Πολύ λίγο μιλούσα στο δρόμο. Ήταν όλοι λυπημένοι. Κάποια στιγμή ο Τάκης άκουσε τους χωριανούς του να λένε πως τώρα έγιναν πρόσφυγες.

- Τι είναι "πρόσφυγες"; ρώτησε ο Τάκης, ένα μεγάλο αγόρι, που πήγαινε στο Γυμνάσιο.

- Πρόσφυγες είναι αυτοί που τους διώχνουν από τον τόπο τους και αναγκάζονται χωρίς τη θελησή τους ν απάνε σε άλλα μέρη, απάντησε το αγόρι.

- Και εμείς είμαστε πρόσφυγες τώρα;  ρώτησε ο Τάκης.

- Μας έκαναν πρόσφυγες οι Τούρκοι, που πήραν με τη βία το χωριό μας, απάντησε το αγόρι και απομακρύνθηκε βιαστικά για να κρύψει τα δάκρυά του.

Νύχτωσε όταν έφτασαν σ' ένα μεγάλο χωριό. Εκεί τους δέχτηκαν οι κάτοικοι με αγάπη. Τους οδήγησαν στο σχολείο. Ήταν ένα οίκημα με πολλά και μεγάλα δωμάτια. Υπήρχε και μια μεγάλη αυλή με δέντρα και άνθη. Τους έδωσαν φαγητά και φρούτα. Τους έφεραν κουβέρτες και ρούχα για να κοιμηθούν το βράδυ.

Τη νύχτα οι πρόσφυγες άπλωναν τις κουβέρτες και πλάγιασαν στο πάτωμα.Όλοι θυμήθηκαν τότε τα ζαστά τους κρεβάτια και τα σπίτια τους, που τους τα πήραν με τη βία. Παρά την κούραση που είχαν, πολύ λίγο κοιμήθηκαν. Ο Τάκης ξυπνούσε συχνά και τους άκουγε που αναστέναζαν.

Την άλλη μέρα πρωί πρωί, ηταν όλοι στο πόδι. Ήθελαν να μάθουν νέα για το χωριό τους και τους συγγενείς τους, που δεν είχαν έρθει μαζί τους" 

bottom of page