ΤΖΙΥΠΡΟΣ ΜΟΥ ΑΝΕΡΑΔΑ ΜΟΥ
ΠΛΕΞΕ ΤΟΝ ΤΣΕΣΤΟ
Πλέξε τον τσέστο Κύπρος τον πολύχρωμο
απ' τις χρυσές 'ποκαλαμιές της Μεσαριάς,
απ' της ζωής τα μεστωμένα στάχυα
κι από τις ρίζες της πανάρχαιας μνήμης.
Πλέξε τον τσέστο Κύπρος τον καινούργιο σου
με δάχτυλα στα μάτια νοτισμένα.
Να σφιχτοδένουν τα κλωνιά
με τα εφτά ζωνάρια της ελπίδας
και με της πίστης σου τ' ατσάλι αναμεσίς
στου αγώνα σου την φλόγα αναλυωμένο.
Για να κρατάει το βάρος του καιρού
για να σηκώνι το Σταυρό της αδικίας.
Να τον απλώσεις στ' ουρανού τα δώματα
μέσα στην απαλάμη του Θεού.
Να στρώσει πάνω η μάνα του ήλιού
του γιού της το τραπέζι.
Να ιδεί να ξεχωρίσει από κοντά
ποιος είναι ο ανθός ποιος ο λυγμός
ποιο του καημού το χρώμα.
Πλέξε τον τσέστον κι ανιστόριστον
με τα ξανθά μαλλιά της Κύπριδος
με τη μπαλλάντα της Αροδαφνούς
με τα "φυλακισμένα μνήματα"
με το "θρονί της Παναγιάς" κερί αναμένο.
Να βάλουν τη Λαμπρή τις λειτουργιές
οι Επίσκοποι να βγουν και να μοιράσουν
το ευλογημένο αντίδωρο την Άγιαν Ώρα.
Να βάλουν οι γυναίκες φύλλα εληάς
για να καπνίσουν την "Αγία Νήσο".
Για να στοιβάξουν της ειρήνης τα προικιά.
Πλέξε τον τσέστο τον πανάρχαιο,
τι περιμένει ο τοίχος ο γυμνός,
να τον στολίσει η κορύ σου η
ΚΕΡΥΝΕΙΑ.
(Χρυσάνθης Ζιτσαία ποιήματα, Αφιέρωμα στην Κύπρο, Θεσ/νίκη 1993, σελ. 144).
Οι τσέστοι (πανέρια) είναι ένα από τα είδη της λαϊκής χειροτεχνίας, που ήταν πολύ διαδεδομένο σε όλη την Κύπρο. Συνήθως κατασκευάζονταν από στελέχη σιταριού, φύλλα φοινικιάς και διακοσμούνταν, συνδυάζοντας βαμμένα καλάμια ή χρωματιστό ύφασμα (Δημητρίου Μ.2002, 166).
Η χρήση τους ήταν διακοσμητική αλλά και χρηστική. Πάνω σ΄ αυτούς έκοβαν και αποξήραιναν τον φιδέ, τα μακαρόνια, τον τραχανά. Τοποθετούσαν τα κουλούρια και τις φλαούνες προ και μετά το φούρνισμα. Μετέφεραν τα κόλλυβα και το πεντάρτι (τέσσερα πρόσφορα και ένα μεγαλύτερο άρτο) στην εκκλησία. Στους τσέστους τοποθετούσαν και καθάριζαν από τις πέτρες και τους χαλασμένους σπόρους όλα τα γεωργικά προϊόντα (τα γεννήματα) που προορίζονταν για τη διατροφή τους, όπως φάβα (λουβάνα), φασόλια μαυρομάτικα (λουβί), φασόλια, κουκιά, ρεβίθια, σιτάρι κ.ά. (Καντζηλάρης Γ. 2007, 194-195). Χρησιμοποιούνταν επίσης ως διακοσμητικό στοιχείο στους τοίχους των σπιτιών ή στις σουβάντζες, αλλά και ως τραπέζι τα καλοκαίρια, τοποθετώντας τους πάνω σε σκαμνί (Φωκαϊδη Φ.Ν. 1982, 218).
Ο τσέστος όμως είχε την τιμητική του θέση και στο γάμο. Μετέφεραν πάνω σ’ αυτόν τα στέφανα των μελλονύμφων στην εκκλησία, το κρασί, το ψωμί, τα δακτυλίδια των αρραβώνων και τις κουφέτες του γάμου. Χόρευαν πάνω σ’ αυτούς την παραμονή του γάμου τα μεταξωτά προικιά της νύφης ή τοποθετούσαν πάνω τους χρήματα ή φαγώσιμα είδη για να ‘πλουμίσουν’ τους βιολάρηδες (μουσικούς).
«Ένας καλός τσέστος προκαλούσε πάντα το θαυμασμό. Τότε οι κάτοχοί του έβρισκαν την ευκαιρία να επαινέσουν τη νέα που τον είχε κατασκευάσει και ήταν ένας έμμεσος τρόπος αναφοράς σε προξενιό. Ο τσέστος ήταν ένα απαραίτητο συμπλήρωμα για την προίκα της νέας ανεξάρτητα αν αυτή θα παντρευόταν ρεσπιέρη (γεωργό) ή γραμματιζούμενο (μορφωμένο), έμπορο ή ιερέα». (Καντζηλάρης Γεώργιος 2007, 196).
Κείμενο: Ελένη Χρίστου, Διευθύντρια Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου
Καντζηλάρης Γεώργιος (2007) Το Καϊμακλί μέσα από το πέρασμα του χρόνου, Λευκωσία.
Ταουσιάνης Χ. (1988) Το Ριζοκάρπασο στο φακό (Λεύκωμα), Λευκωσία
Φωκαϊδη Φ. Ν. (1982) Λάπηθος : ιστορία και παράδοσις, Λευκωσία: Δήμος Κερύνειας
Δημητρίου Μ.(2002) Θησαυροί του Εθνογραφικού Μουσείο, Λευκωσία: Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών.