ΤΖΙΥΠΡΟΣ ΜΟΥ ΑΝΕΡΑΔΑ ΜΟΥ
Γρηγόρη, ες αεί
Γ. Πολ. Γεωργίου, Γρηγόρη ες αεί, λάδι, 123 x 221 εκ.,
30 Απριλίου 1957,
Συλλογή Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου.
Έβγα, έβγα λεβέντη Γρηγόρη,
Τη σπηλιά σου περίζωσαν όπλα
Στις κορφές των βουνών βγαίνει ο γήλιος
Μια ζωή μένει να σώσεις.
Μια προσέγγιση της ομώνυμης ζωγραφικής σύνθεσης του Γ. Πολ. Γεωργίου μέσα από την Μπαλάντα του Γρηγόρη Αυξεντίου, Ανώνυμου, που δημοσιεύτηκε στις 8 Μαρτίου 1957 στην Tribune, λίγες μόνο μέρες μετά τη θυσία του Γρηγόρη.
Στις 3 του Μάρτη το 1957, ένας νέος και φλογερός αγωνιστής, ο Γρηγόρης Αυξεντίου, έδειξε σε όλο τον κόσμο πως το ηρωικό του άλμα προς την ελευθερία ήταν αντιστρόφως ανάλογο προς το μικρό μέγεθος της πατρίδας του. Η ηρωική του θυσία, μετά από έναν άνισο αγώνα, ενός εναντίον εξήντα Άγγλων στρατιωτών για ώρες πολλές, που οδηγήθηκαν εκεί μετά από προδοσία και το γεγονός ότι οι Άγγλοι χρησιμοποίησαν μέσα απαράδεχτα και επέδειξαν ακόμα, ύπουλη και άνανδρη στάση, σκόρπισε συγκίνηση σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο και στους ίδιους ακόμα τους Βρετανούς. Υψώθηκαν αμέσως φωνές διαμαρτυρίας μέσω επιστολών και μέσω της Τέχνης. Στη συγκλονιστική Μπαλάντα του Γρηγόρη Αυξεντίου -για να σταθώ μόνο σε ένα έργο- που δημοσιεύτηκε στην Tribune, πέντε μόλις μέρες μετά, φαίνεται το τεράστιο μέγεθος της φλόγας που ξεπήδησε από το λαμπάδιασμα του Γρηγόρη.
Ο υμνητής του κυπριακού αγώνα, ζωγράφος Γ. Πολ. Γεωργίου, συγκλονισμένος κι αυτός από τη θυσία του Γρηγόρη, μετατρέποντας τους στίχους της Μπαλάντας σε εικόνες, μας έδωσε μια από τις ωραιότερες συνθέσεις του: «Γρηγόρη, ες αεί». Το έργο που ξεκίνησε αμέσως και ολοκληρώθηκε στις 30 του Απρίλη του 1957 περικλείει όλο το μεγαλείο της θυσίας του Γρηγόρη Αυξεντίου.
Οι Άγγλοι στρατιώτες, οδηγημένοι ύστερα από προδοσία, περικυκλώνουν το κρησφύγετό του, μα δεν μπορούν να το καταλάβουν. Μάταια τον καλούν να παραδοθεί. Η απάντηση του είναι σταθερή και αμετάκλητη:
Μπρος, ελάτε τους φώναξε, ελάτε
Μοναχός είμαι τώρα δω πέρα.
Με ντουφέκι ένας άνδρας προσμένει,
Να με πιάσετε, ελάτε αν μπορείτε.
Στον κλοιό των Άγγλων στρατιωτών, εικονίζονται τα μνήματα των ηρωικών νεκρών του αγώνα που αργότερα, το μέρος αυτό του πίνακα θα αποτελέσει την πασίγνωστη ξεχωριστή του σύνθεση «Τα φυλακισμένα Μνήματα», στα οποία θα προστεθεί και ο σταυρός του Γρηγόρη Αυξεντίου.
Ο εχθρός όμως, δεν μπορεί να εξουδετερώσει τον Γρηγόρη. Είναι η ώρα των ανάδρων:
Τότε τρίζουν βαρέλια μπενζίνα
Πέραθε όπου ο στρατός δεν τα βλέπει
Και τους δίνει φωτιά με τα βόλια
Και περίφλογος καίγεται ο σπήλιος.
Το μικρό το χωριό τώρα σιέται
Στου βουνού την κορφή απ΄τον βρόντο
Μια κι ο σπήλιος σωπαίνει. Οι εξήντα
Μπορούν άφοβα πια να μπουν μέσα.
Η μάχη τελειώνει. Ο Γρηγόρης περνά στην αθανασία.
Και μιλώντας αδέλφι, σ΄αδέλφι
Και γονιός στο παιδί του, σε αγγόνι
Στου λαού του τη μνήμην αιώνια
Θε να ζει ο λεβέντης Γρηγόρης.