ΤΖΙΥΠΡΟΣ ΜΟΥ ΑΝΕΡΑΔΑ ΜΟΥ
Βασίλης Μιχαηλίδης, ο Εθνικός μας ποιητής. (Βλ. και Μνημείο Βασ. Μιχαηλίδη και Δημ. Λιπέρτη στον Στρόβολο)
Ο Βασίλης Μιχαηλίδης γεννήθηκε στο Λευκόνοικο της Μεσαορίας με την χρονιά γέννησής του να είναι ανακριβής μιας ούτε και ο ίδιος γνώριζε πότε ακριβώς γεννήθηκε. Οι πηγές την τοποθετούν από το 1849 έως το 1853. Ήταν γιος του Χατζή Μιχαήλ Χαραλάμπους και της Αννέττας από το Δάλι ενώ το Μιχαηλίδης ήταν επώνυμο που υιοθέτησε μετά ο ίδιος ο ποιητής.
Μετά την ορφάνια με τον θάνατο της μητέρας του, ο πατέρας του τον στέλνει στο Δάλι κοντά στον θείο του, Χρύσανθο Παπακονόμου, που ήταν ιερέας και δάσκαλος. Ο Μιχαηλίδης μαθαίνει κοντά του γράμματα και σύντομα αποκαλύπτεται το χάρισμά του στις τέχνες όντας επηρεασμένος από τον πατέρα του που ήταν τραγουδιστής αλλά και από τον θείο του που ήταν ποιητάρης και ζωγράφος. Ο ίδιος αργότερα μυείται στην αγιογραφία για χάρη της οποίας μετακινείται από το Δάλι στην Λευκωσία μαθητεύοντας κοντά στον συγγενή του Κυπριανό Οικονομίδη, ο οποίος ήταν διάκος και καθηγητής στην Ελληνική Σχολή Λευκωσίας ενώ αργότερα διετέλεσε επίσκοπος Κιτίου. Η πορεία του ως αγιογράφος δεν ήταν ιδιαίτερα καλή και έτσι η μετακίνηση του θείου του στην Λάρνακα ώθησε και τον Βασίλη Μιχαηλίδη σε αυτή την πόλη όπου ήταν η πιο εξελιγμένη από όλες τις κυπριακές και έφτανε τα πρότυπα ευρωπαϊκών πόλεων στον τομέα των τεχνών.Μετά την ορφάνια με τον θάνατο της μητέρας του, ο πατέρας του τον στέλνει στο Δάλι κοντά στον θείο του, Χρύσανθο Παπακονόμου, που ήταν ιερέας και δάσκαλος.
Ο Μιχαηλίδης μαθαίνει κοντά του γράμματα και σύντομα αποκαλύπτεται το χάρισμά του στις τέχνες όντας επηρεασμένος από τον πατέρα του που ήταν τραγουδιστής αλλά και από τον θείο του που ήταν ποιητάρης και ζωγράφος. Ο ίδιος αργότερα μυείται στην αγιογραφία για χάρη της οποίας μετακινείται από το Δάλι στην Λευκωσία μαθητεύοντας κοντά στον συγγενή του Κυπριανό Οικονομίδη, ο οποίος ήταν διάκος και καθηγητής στην Ελληνική Σχολή Λευκωσίας ενώ αργότερα διετέλεσε επίσκοπος Κιτίου. Η πορεία του ως αγιογράφος δεν ήταν ιδιαίτερα καλή και έτσι η μετακίνηση του θείου του στην Λάρνακα ώθησε και τον Βασίλη Μιχαηλίδη σε αυτή την πόλη όπου ήταν η πιο εξελιγμένη από όλες τις κυπριακές και έφτανε τα πρότυπα ευρωπαϊκών πόλεων στον τομέα των τεχνών.
Με την καλλιτεχνική κλίση που διέθετε, έφυγε το 1875 για σπουδές ζωγραφικής στην Νάπολι της Ιταλίας όπου σύμφωνα με πηγές λίγα κατάφερε. Δεν πέτυχε να στεριώσει ως ζωγράφος πιθανώς λόγω της μη γνώσης της ιταλικής, των πενιχρών οικονομικών του πόρων αλλά και της έλλειψης δεξιοτεχνίας στην τέχνη της ζωγραφικής. Το 1877 ως γνήσιος πατριώτης λαμβάνει μέρος στην απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους ενώ ένα χρόνο αργότερα επιστρέφει στην Κύπρο.
Επιστρέφοντας, πλέον ζει σε πενιχρές συνθήκες: αμόρφωτος, άστεγος αλλά και χωρίς χρήματα, περιπλανώμενος στην Λεμεσό μακριά από τους στενούς του κύκλους σε Λευκωσία και Λάρνακα.
Η μητρόπολη Λεμεσού τού παρέχει στέγη και περίθαλψη ενώ μέχρι το 1884 εργάστηκε ως υπάλληλος στη φαρμακευτική του Δημοτικού Νοσοκομείου Λεμεσού ενώ στα μετέπειτα χρόνια δούλεψε ως επιστάτης του νοσοκομείου.
Η οικονομική του κατάσταση δεν βελτιώθηκε παρά τα συναπτά έτη εργασίας στον Δήμο ενώ ούτε παντρεύτηκε ποτέ.
Λέγεται ότι έζησε έναν μεγάλο και αποτυχημένο έρωτα με κοπέλα προερχόμενη από αριστοκρατική τάξη.
Η Λεμεσός απετέλεσε πηγή έμπνευσης για τον σπουδαίο αυτό ποιητή. Το 1882 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή, «Η Ασθενής Λύρα». Το 1888 ανεπιτυχώς εξέδωσε δική του εφημερίδα, τον «Διάβολο» που μέτρησε μόνο μερικούς μήνες ζωής. Τα μεγάλα επικά του αριστουργήματα, την Ανεράδα, την Χιώτισσα και φυσικά την 9η Ιουλίου τα έγραψε λίγα χρόνια αργότερα.
Στη νέα ποιητική συλλογή που εκδίδει το 1911 με την επωνυμία Ποιήματα, περιλαμβάνει τα δύο μακροσκελή ποιήματα,
την 9η Ιουλίου και την Χιώτισσα.