ΤΖΙΥΠΡΟΣ ΜΟΥ ΑΝΕΡΑΔΑ ΜΟΥ
Μια σκλάβ' ασκλάβωτη
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ:
Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι
στοιχειό είναι και με προσκαλεί· ψυχή, και με προσμένει.
Το σπίτι που γεννήθηκα, ίδιο στην ίδια στράτα
στα μάτια μου όλο υψώνεται και μ' όλα του τα νιάτα.
Το σπίτι, ας του νοθέψανε το σχήμα και το χρώμα·
και ανόθευτο κι αχάλαστο, και με προσμένει ακόμα.
Της πόρτας του η παλαϊκή κορώνα, ώ! να η καμάρα!
Μόνο οι χορδές της λείπουνε για να γενεί κιθάρα
να συνοδέψει του σπιτιού τ' ολόχαρο τραγούδι
προς το παιδί· γυρίζω ανθρός, δροσιά, ξεπεταρούδι,
πάω στη φωλιά, στη γάστρα μου, στο πρωί μου, στο μαγνήτη
στη ζέστα της μητέρας μου, στο πατρικό άγιο σπίτι.
[...]
Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι
Στοιχειό, και σαν απάτητο, με ζει και με προσμένει.
[Κ. Παλαμάς, «Το σπίτι που γεννήθηκα», Τα Παράκαιρα, (1918) Άπαντα, Ζ΄, Μπίρης-Γκοβόστης, Αθήνα [1965], σ. 253-254]
Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στην Πάτρα το 1859 και πέθανε στην Αθήνα το 1943. Μερικοί στίχοι του όμως παραμένουν διαχρονικοί και θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί πολύ αργότερα για τους πρόσφυγες της Κύπρου (και όχι μόνο):